- Γόργειον
- Γόργειοςofmasc acc sgΓόργειοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Γόργειος — Γόργειος, εία και είη, είον (Α) [Γοργώ] 1. αυτός που ανήκει στη Γοργόνα, στη Μέδουσα («Γοργείη κεφαλή») 2. το ουδ. ως ουσ. το Γόργειον το κεφάλι τής Μέδουσας … Dictionary of Greek